Ασδρούβας

Ασδρούβας
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των Καρχηδονίων (; – 221 π.Χ.). Ήταν γαμπρός του Αμίλκα Βάρκα και γυναικάδελφος του Αννίβα. Μετά τον θάνατο του Αμίλκα, ανέλαβε την ηγεσία των καρχηδονικών δυνάμεων στην Ισπανία (228 π.Χ.). Τον σκότωσε ένας δούλος επειδή είχε θανατώσει τον κύριό του. 2. Γιος του Αμίλκα Βάρκα και αδελφός του Αννίβα (; – 207 π.Χ.), στρατηγός στην Ισπανία (218 π.Χ.), όπου νίκησε τον Ρωμαίο ύπατο Γναίο Σκιπίωνα (211 π.Χ.). Ενώ όμως γύριζε στην Ιταλία για να βοηθήσει τον αδελφότου, νικήθηκε από τους ύπατους Κλαύδιο Νέρωνα και Λίβιο Σαλινάτορα κοντά στον ποταμό Μέταυρο και σκοτώθηκε. Οι νικητές έκοψαν το κεφάλι του και το έριξαν στο στρατόπεδο του Αννίβα. 3. Διάδοχος του Αμίλκα Βάρκα στην Ισπανία και έπειτα στην Αφρική, όπου έδωσε την κόρη του, Σοφονίσβη, στον βασιλιά της Νουμιδίας Σύφακα. Ηττήθηκε από τον Σκιπίωνα και πέθανε το 202 π.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀσδρούβας — Ἀσδρούβᾱς , Ἀσδρούβας masc acc pl (doric aeolic) Ἀσδρούβᾱς , Ἀσδρούβας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσδρούβου — Ἀσδρούβας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσδρούβα — Ἀσδρούβᾱ , Ἀσδρούβας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀσδρούβᾱ , Ἀσδρούβας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Μέταυρος — Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, η οποία ιδρύθηκε από Αχαιούς. Με την ίδια ονομασία αναφέρονται δύο ποταμοί της αρχαίας Ιταλίας, από τους οποίους ο πρώτος πήγαζε από τα Απέννινα και εξέβαλλε στη θάλασσα, κοντά στη σημερινή Ανκόνα (η… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσδρούβαν — Ἀσδρούβᾱν , Ἀσδρούβας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσδρούβᾳ — Ἀσδρούβᾱͅ , Ἀσδρούβας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”